Τον τελευταίο χρόνο, που εκθέτω δημόσια τα γραπτά μου, δέχομαι συχνά την ερώτηση: «τι σε εμπνέει για να γράψεις;». Δεν ξέρω, δεν είναι καθαρή η απάντηση στο μυαλό μου. Μπορώ να πιαστώ από μία κουβέντα ή μια εικόνα, να βρω την άκρη του νήματος και να το ξετυλίξω μέχρι εκεί που μπορώ.
Ίσως υπάρχει ο κίνδυνος να επαναλαμβάνομαι, αλλά αυτό δεν με πειράζει και τόσο. Δεν ανήκω (ακόμα) στην κατηγορία εκείνων που, όπως έλεγε ο Ρίλκε στους νέους ποιητές που του έδειχναν τα γραπτά τους, αν δεν γράψουν, θα πεθάνουν. Αυτό που καταλαβαίνω όμως είναι τοσυναίσθημα που συνήθως πυροδοτεί την σκέψη μου και θα το πω με μία λέξη: η απογοήτευση. Μην πάει ο νου σου στο κακό, δεν είναι το επόμενο βήμα η απελπισία. Το πάω προς την αμφισβήτηση και θα προσπαθήσω να το εξηγήσω.
Όταν βιώνω μια ψυχολογική, προσωπική, κοινωνική, ερωτική, υπαρξιακή, πολιτική (και πρόσθεσε ό,τι άλλο θες) καταβύθιση, πάντα η πρώτη ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου είναι «γιατί;». Όταν είμαι κολλημένος στην κίνηση, για παράδειγμα, και το στρες μου σηκώνει τους ώμους, αρχίζω να αναρωτιέμαι τι κάνουν έξω όλοι αυτοί οι άνθρωποι και πόσα αυτοκίνητα αντέχουν οι δρόμοι της Αθήνας και βήμα – βήμα καταλήγω στο ότι πρέπει να ανατραπεί ο καπιταλισμός για να μην ξεκινάει έτσι χάλια η μέρα μου και μαζί δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Τα μαθηματικά στο ενδιάμεσο είναι επιπέδου δημοτικού. Όταν εγκλωβίζομαι σε προσωπικά αδιέξοδα, αναρωτιέμαι αν είμαι ο μοναδικός στον κόσμο που το ζει έτσι και καταλήγω, για άλλη μια φορά, στη βεβαιότητα ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, μαζί κι εμένα. Εδώ τα μαθηματικά είναι λίγο πιο τσιμπημένα. Όταν συναντάω την απόρριψη, αναρωτιέμαι αν έκανα κάτι λάθος και καταλήγω να βγαίνω από το παιδικό μου δωμάτιο με ένα παιδί στα χέρια. Εδώ όλα τα μαθηματικά του κόσμου δε βοηθάνε.
Παράδοξο ή όχι, στο τέλος της ημέρας, κάθε πίκρα έχει την τάση μέσα μου να μετατρέπεται με κάθε τρόπο σε κάτι δημιουργικό. Είναι εκείνη η ιερή στιγμή που γίνεται zoom out από το σαλόνι του σπιτιού μου και βλέπω από ψηλά «όλη τη γη σαν μία παιδική ζωγραφιά». Βλέπω αγόρια συγκινημένα που νίκησαν δύσκολες αρρώστιες, κορίτσια που τραγουδούν ράβοντας τα πουέντ τους και παιδιά που χαμογελούν ανάμεσα σε συντρίμμια. Αναρωτιέμαι πού να πηγαίνει όλη αυτή η αθωότητα. Μάλλον χάνεται στο όνομα της ενηλικίωσης και της σοβαρότητας. Σε μια θάλασσα από φίλτρα, τα νησιά είναι τα γυμνά μάτια των πιτσιρικιών. Ίσως είναι αυτή η σύνδεση που μου λείπει.
Όσο γράφω αυτό το κείμενο κι επηρεασμένος από την κεντρική ιδέα, μού έρχονται στο μυαλό, οι στίχοι από ένα τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου, που σ’ ένα σημείο λένε: «κανέναν δεν πειράζω κι εγώ πάντα προσπαθώ». Έχει τον τίτλο «απογοήτευση» κι είναι ένα προσωπικό δράμα σε Country ήχους. Δεν κλαίγεται γιατί μάλλον δεν έχει άλλα δάκρυα. Σχεδόν οτιδήποτε αγαπώ στην τέχνη, μιλάει για δράματα. Δράματα χωρίς κλάματα. Χωρίς απαισιοδοξία. Με ένα ευδιάκριτο φως μόνο που με οδηγεί παρακάτω. Εκεί που δεν είναι όλα τέλεια, αλλά αποκτούν ένα νόημα.
[mc4wp_form id="278"]
