Καθώς η δεκαετία του 1960 έδινε τη θέση της στη δεκαετία του 1970, δεν θεωρούνταν πια «μοδάτο» οι πρωταγωνιστές να είναι εμφανίσιμοι. Η τάση ήθελε τους άνδρες ηθοποιούς να είναι σκληροτράχηλοι, κάπως απεριποίητοι, με μια ρεαλιστική και ανθρώπινη όψη. Η μόδα ευνοούσε πρωταγωνιστές, όπως τον Τζιν Χάκμαν, τον Τζακ Νίκολσον, τον Γούντι Άλεν. Ακόμη και ένας πολύ όμορφος άνδρας, όπως ο Πολ Νιούμαν είχε μια τραχιά, αυθεντική γοητεία. Όμως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.

Εμφανίστηκε ως ένας απαράμιλλης ομορφιάς σταρ που εξελίχθηκε σε σκηνοθέτη, παραγωγό και στη συνέχεια σε θεματοφύλακα του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου μέσω του Sundance Institute. Πάντα ξεχώριζε από τους υπόλοιπους. Όταν το κοινό μαγευόταν με το γουέστερν του Τζορτζ Ρόι Χιλ, “Butch Cassidy and the Sundance Kid” το 1969, ήξερε πως στον Ρέντφορντ έβλεπε έναν άνδρα σχεδόν προκλητικά γοητευτικό—όσο κι αν προσπαθούσε να το «κρύψει» με δέρματα και μουστάκι, ενσαρκώνοντας τον ασυμβίβαστο παράνομο Sundance Kid. Η σαρκαστική του γοητεία και η σεξουαλικότητα ήταν αδιαμφισβήτητες.

Όταν καθαρόαιμος πλέον εμφανίστηκε ξανά δίπλα στον Νιούμαν στην ταινία εποχής «The Sting» το 1973, το αποτέλεσμα ήταν εκρηκτικό. Περιποιημένος και ξυρισμένος, ο Ρέντφορντ ήταν απλώς εξωφρενικά όμορφος—μια ζωντανή ενσάρκωση της λέξης «γόης». Στο λεξικό δίπλα στη λέξη «γοητευτικός» υπήρχε η φωτογραφία του.

Στο “Butch Cassidy and the Sundance Kid”, ο Νιούμαν μπορεί να διασκέδαζε την Katharine Ross με τα ακροβατικά του στο ποδήλατο υπό τους ήχους του “Raindrops Keep Fallin’ On My Head”, όμως τελικά ήταν ο ξανθός καλλονός Ρέντφορντ που θα κατέληγε μαζί της. Ήταν μια επιστροφή στην εποχή των Douglas Fairbanks και Tyrone Power, όταν το Χόλιγουντ γέμιζε από αντρικά είδωλα που προκαλούσαν αναστεναγμούς και θαυμασμό, άνδρες τόσο όμορφοι που έμοιαζαν σαν να είχαν δημιουργηθεί σε εργαστήριο της βιομηχανίας του κινηματογράφου.

Ρέντφορντ: Το αμερικανικό αντίβαρο στη Nouvelle Vague

Η αμερικανική βιομηχανία προσπαθούσε να μιμηθεί το στυλ των Γάλλων σκηνοθετών της Nouvelle Vague – κι έτσι ο Ρέντφορντ έγινε για λίγο η «Μπριζίτ Μπαρντό» της αμερικανικής νέας γενιάς, μόνο που εκείνος διέθετε αυτοσαρκασμό και χιούμορ που τον έκαναν ακαταμάχητο σε γυναίκες και άνδρες. Παρότι διέθετε κωμικό ταλέντο, δεν ευνοήθηκε ιδιαίτερα από πιο δραματικές ταινίες όπως το “The Great Gatsby” (1974) ή το “The Way We Were” (1973). Σε αυτές τις ταινίες, συχνά έμοιαζε να αποσύρεται στον εαυτό του, σαν μια πανέμορφη αλλά μοναχική φιγούρα.

Η καλύτερη δουλειά του εκείνης της περιόδου είναι αναμφίβολα η πολιτική σάτιρα “The Candidate” του Michael Ritchie, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1972, μόλις δώδεκα μέρες μετά τη διάρρηξη στο Watergate. Ο Ρέντφορντ υποδύεται τον ιδεαλιστή Δημοκρατικό υποψήφιο Μπιλ Μακέι, ο οποίος σταδιακά συμβιβάζεται και χάνει τις αρχές του όσο πλησιάζει τη νίκη.

Η εκθαμβωτική ομορφιά του αποκτά σατιρική διάσταση στην ταινία: η πολιτική παρουσιάζεται ως σόου για τους λιγότερο εμφανίσιμους, αλλά η παρουσία του Ρέντφορντ συμβολίζει πώς η ελίτ βλέπει τον εαυτό της—και την επιφανειακή πειστικότητα των κυρίαρχων πολιτικών ιδεών.

Στο “All the President’s Men” (1976) ενσάρκωσε τον Μπομπ Γούντγουορντ δίπλα στον Ντάστιν Χόφμαν ως Καρλ Μπέρνσταϊν—ένα ακόμα δυναμικό κινηματογραφικό δίδυμο σαν αυτά που καθιέρωσε με τον Νιούμαν. Ήταν μια συγκινητική ταινία με σαφή διαχωρισμό καλών και κακών, χωρίς όμως την αιχμή και την αμφισημία της ταινίας “The Candidate”.

Από τη λάμψη μπροστά στην κάμερα στη δημιουργία πίσω από αυτήν

Με τα χρόνια, κάτι υπερβολικά ελεγχόμενο χαρακτήριζε την υποκριτική του Ρέντφορντ, παρότι παρέμενε αστέρας πρώτης γραμμής. Έπαιξε δίπλα στη Μέρυλ Στριπ στο “Out of Africa” (1985) αλλά αναπόφευκτα επισκιάστηκε· στα ’90s συνέχισε να ενσαρκώνει ρομαντικούς πρωταγωνιστές στο “Up Close & Personal” με τη Μισέλ Φάιφερ και στο “Indecent Proposal”, όπου υποδύθηκε τον πλούσιο επιχειρηματία που κάνει μια προκλητική πρόταση γεμάτη αντιφάσεις για το φεμινισμό.

Αυτή ήταν όμως η περίοδος που ο Ρέντφορντ στρεφόταν προς τη σκηνοθεσία. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με το “Ordinary People” (1980)—μια έντονη οικογενειακή τραγωδία με πρωταγωνιστές τους Ντόναλντ Σάδερλαντ και Μέρι Τάιλερ Μουρ—αγκαλιάστηκε με μεγάλο σεβασμό, παρότι οι κριτικοί δεν συγχώρεσαν ποτέ πλήρως το γεγονός ότι νίκησε το “Raging Bull” του Σκορσέζε στα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.

Οι περιβαλλοντικές θεματικές των ταινιών “The Milagro Beanfield War” (1988) και “A River Runs Through It” (1992) αντιμετωπίστηκαν επίσης με σοβαρότητα, χωρίς ωστόσο να προκαλέσουν ιδιαίτερο ενθουσιασμό.

Ωστόσο, ο Ρέντφορντ πέτυχε μια μεγάλη σκηνοθετική επιτυχία με τη μιντιακή σάτιρα “Quiz Show” (1994). Η ταινία αφηγείται τα σκάνδαλα των στημένων τηλεπαιχνιδιών της δεκαετίας του 1950, με τον Ralph Fiennes ως φιλόδοξο αλλά ευάλωτο νέο ακαδημαϊκό και τον Πολ Σκόφιλντ ως πατέρα του. Αν και δεν σημείωσε εμπορική επιτυχία, ξεχωρίζει για τη στιβαρή σκηνοθεσία του Ρέντφορντ και μία από τις καλύτερες ερμηνείες στην καριέρα του Φάινς.

Sundance: Η κληρονομιά ενός θρύλου του κινηματογράφου

Η πραγματική όμως παρακαταθήκη του Sundance Institute, που δημιούργησε ο Ρέντφορντ στη γη που αγόρασε κοντά στο Park City της Γιούτα, είναι το ετήσιο φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου. Εκεί προσφέρει υποτροφίες και χρηματοδότηση σε νέους δημιουργούς.

Tα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει επικρίσεις ότι το φεστιβάλ αυτό ευνοεί μια στερεοτυπική εκδοχή ανεξάρτητου κινηματογράφου—ταινίες μουντές, χωρίς χιούμορ ή κοινωνικό εύρος—ενώ πλέον συμμετέχουν πολλοί επαγγελματίες που κυνηγούν ένα εμπορικό άνοιγμα προς τα blockbusters.

Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη φαντασία και τη φιλοδοξία ενός ανθρώπου όπως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος δημιούργησε κάτι που ξεπερνά ακόμη και τη δική του εντυπωσιακή καριέρα. Ήταν πάντα κάτι πολύ περισσότερο από ένα όμορφο πρόσωπο.

Πηγή: The Guardian

 

 

[mc4wp_form id="278"]