Καλοκαίρι. Έχω γράψει αρκετές φορές γι’ αυτήν την εποχή και ίσως να γίνομαι κουραστικός. Όμως θεωρώ το θέμα ανεξάντλητο και μυστήριο, κάτι σαν το αρχαίο δράμα και τον άρρητο αριθμό «π». Πιστεύω ότι όλη η ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να αφηγηθεί μόνο μέσα από τα καλοκαίρια της. Κι ας συνέβησαν τόσα σημαντικά γεγονότα τις άλλες εποχές, ο ιστορικός του μέλλοντος, θα τα καταγράψει σαν μια αντανάκλαση μέσα στον ζεστό ήλιο του Ιούλη. Πιστεύω, επίσης, ότι όσα ζήσαμε και θα ζήσουμε, υπάρχουν με τη μορφή κώδικα σε κάθε μήνα που δεν περιέχει το γράμμα «ρ» μέσα του. Εντάξει, θα σταματήσω εδώ με τις νοητικές ακροβασίες αν και θα μπορούσα να γράψω έναν σωρό για να τονίσω την επίδραση του θέρους πάνω μου, που ίσως κανέναν και καμία δεν ενδιαφέρει. Τώρα όμως δώσε προσοχή, ακολουθεί θερινή κουλτούρα.
Ένα καλοκαίρι, λοιπόν, «η μάνα μου με πέταξε στα δόντια του λιονταριού», αν θέλω να παραφράσω έναν Λαρισαίο φιλόσοφο. Τα ασφαλέστερα τοπία μου είναι ένα ορεινό χωριό τον Αύγουστο και η θάλασσα τον Ιούλη. Στο χωριό, ένα παιδί προσπαθούσε να κρατήσει τη ζακέτα του, που την έπαιρνε ο αέρας, ενώ ο παππούς του το καμάρωνε, χαμογελώντας. Τού έμαθε να την κουμπώνει μ’ έναν μοναδικό τρόπο, που δεν τον ξέχασε ποτέ. Το ίδιο παιδί λίγες μέρες πριν, χάζευε τη θάλασσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Στεκόταν όρθιο για να μην βρέξει τα καθίσματα. Το νερό έσταζε από τα μαλλιά του, ο ήλιος είχε αυτήν την πορτοκαλί απόχρωση και στην κασέτα ακουγόταν ο Ξυλούρης να τραγουδάει «ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα, ήλιος και μαύρο κρασί». Ναι, γι’ αυτό έγινα έτσι. Ήμουν έξι ετών και με συγκινούσαν οι αναφορές στον Όμηρο.
Κάθε καλοκαίρι (από τότε που έχω επίγνωση), βλέπω τη ζωή σαν ασταμάτητο νερό να περνάει μέσα από τα χέρια μου. Ξεχνιέμαι. Όσο και να ψάχνω να βρω το δρόμο, πάντα χάνομαι. Κάθε καλοκαίρι περιμένω να έρθεις κι ας μη σε βλέπω ποτέ. Βλέπω όμως τη βαθιά σου αλήθεια και νιώθω τόσο ανάλαφρος που με σηκώνει ο αέρας. Ξυπνάω κάθε πρωί και σου στέλνω όλη μου την αγάπη. Σε φιλάω στο λαιμό και τα χείλη μου σκάνε σαν ηφαίστειο. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να με νικήσει.
Αυτό το καλοκαίρι είμαι εντάξει με τους λογαριασμούς μου, δεν χρωστάω πουθενά. Βλέπω τον χρόνο στο ύψος της σκιάς μου να περνάει γρήγορα, ευτυχώς. Είμαι έτοιμος να περπατήσω πάνω σε απάτητα μονοπάτια. Ήρθε η ώρα να δεχτώ τον προγραμματισμό μου. Γίνομαι, σχεδόν, σαράντα χρόνων.
Το καλοκαίρι είναι μια μεγάλη γιορτή, ένα τεράστιο πάρτι γενεθλίων με χιλιάδες κεράκια σε μια ουράνια τούρτα, που όλος ο αέρας του κόσμου δεν φτάνει για να τα σβήσει. Χρειάζεται να μένουν εκεί αναμμένα για να υπάρξει αυτό το φως και το φως αυτό χρειάζεται για να γίνει μια απέραντη λευκότητα και να κρύψει κάθε ασχήμια. Κάπου εκεί, μας περιμένουν οι χαρές μας. Πάμε να τις συναντήσουμε.
