Η Ελληνοαμερικανίδα καλλιτέχνις, γεννημένη ως Μαρία Καλογεροπούλου στο Μανχάταν τον Δεκέμβριο του 1923, κέρδισε το προσωνύμιο «La Divina» μέσα από μια σχετικά σύντομη, αλλά εκθαμβωτική καριέρα. Το πάθος, η τεχνική αρτιότητα και η εκφραστικότητα που τη χαρακτήριζαν, άφησαν ανεξίτηλο σημάδι, ενώ το βάρος της διασημότητας που απέκτησε την οδήγησε σε πρόωρο θάνατο, μόλις στα 53 της χρόνια, από καρδιακή προσβολή στο σπίτι της στο Παρίσι.
Η Κάλλας ως σύμβολο υψηλής και λαϊκής κουλτούρας
Η Μαρία Κάλλας κατάφερε να γεφυρώσει την «υψηλή» τέχνη με την ποπ κουλτούρα, χωρίς να κάνει καμία έκπτωση στο ρεπερτόριό της. Οι ερμηνείες της προκαλούσαν φρενίτιδα σε κορυφαία ιδρύματα, όπως η Σκάλα του Μιλάνου και η Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης. Συνεργάστηκε με σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ενώ ο Πιερ Πάολο Παζολίνι την επέλεξε ως πρωταγωνίστρια στη μη τραγουδιστική ταινία «Μήδεια» το 1969. Η φήμη της εκτοξεύτηκε και μέσω τηλεοπτικών εμφανίσεων σε εκπομπές όπως το The Ed Sullivan Show, όπου το 1956 ερμήνευσε το περίφημο «Vissi d’arte» από την «Τόσκα» του Πουτσίνι.
Η προσωπική ζωή της Κάλλας βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο δημόσιας προσοχής και αδιάκριτης παρέμβασης. Ανάμεσα στους ανθρώπους που εκμεταλλεύτηκαν το ταλέντο της ήταν οι ίδιοι οι γονείς και η αδελφή της, ο μεγαλύτερης ηλικίας σύζυγός της, αλλά και ο εραστής της, Αριστοτέλης Ωνάσης, που αργότερα παντρεύτηκε τη Τζάκι Κένεντι, αλλά συνέχισε να διεκδικεί την Κάλλας. Η μεταμόρφωσή της από «ασχημόπαπο» σε σύμβολο μόδας με εκφραστικά μάτια και εντυπωσιακά κοσμήματα αποτέλεσε πηγή ανεξάντλητων δημοσιευμάτων και βιογραφιών.
Η ντίβα ως αρχέτυπο – Η ένταση ανάμεσα στη δόξα και τον πόνο
Η εικόνα της Κάλλας ως αρχέτυπο ντίβας συνοδεύεται από την αντίληψη ότι μια σταρ-θεότητα πρέπει να υποφέρει για την τέχνη της – μια προσδοκία που δεν επιβάλλεται στους άνδρες καλλιτέχνες με τον ίδιο τρόπο. Η ίδια διοχέτευσε τους προσωπικούς τραυματισμούς στη μουσική έκφραση, δεσμευμένη από την αίσθηση του πεπρωμένου. Οι αυστηρές απαιτήσεις προς τον εαυτό της ενίσχυσαν τη φήμη για δύσκολο χαρακτήρα· δεν έκρυψε ποτέ τη φτώχεια των παιδικών χρόνων ή τις δυσκολίες των πρώτων βημάτων.
«Να είστε προσεκτικοί όταν λέτε ‘γκέτο’… η μουσική γεννιέται εκεί», είχε πει στον Γάλλο δημοσιογράφο Φιλίπ Καλονί, στην τελευταία συνέντευξή της το 1977. «Σπάνια έχω δει μεγάλο μουσικό από εύπορη τάξη. Τα γκέτο έχουν κάτι καλό: αν προέρχεσαι από εκεί, θέλεις πάντα περισσότερα. Λες: ‘Μια μέρα θα γίνω κάποιος’».
Δύναμη απέναντι στην προκατάληψη – Η κληρονομιά μιας πρωτοπόρου
Πολλές δοκιμασίες που αντιμετώπισε η Κάλλας επαναλαμβάνονται σε γενιές γυναικών σταρ: κατακραυγή προς δυναμικές γυναίκες που γνωρίζουν την αξία τους· ανταγωνισμός μεταξύ ταλέντων (χαρακτηριστική είναι η διαμάχη με τη σοπράνο Ρενάτα Τεμπάλντι)· εξαντλητικά προγράμματα περιοδειών παρά τις ασθένειες ή την κόπωση. Παρέμεινε αξιοπρεπής ακόμα κι όταν δεχόταν απίστευτη σκληρότητα πολύ πριν καθιερωθούν οι έννοιες ευημερίας ή αποδοχής του σώματος στους καλλιτέχνες.
Στην παιδική ηλικία, λοιδορήθηκε για τα παραπανίσια κιλά· αργότερα επικρίθηκε επειδή αδυνάτισε πολύ – λέγεται μάλιστα ότι αυτό συνέβαλε στην πτώση της φωνής της, αν και αναμφισβήτητα καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι εντάσεις του έργου που ανέλαβε.
“La Divina” – Μια φωνή μοναδική χωρίς διαδόχους
Πρωτοπόρος τόσο στη σκηνή όσο και στο στούντιο, το δισκογραφικό έργο της καλύπτει από τα τέλη των ’40s έως τις τελευταίες εμφανίσεις της, αγγίζοντας ακροατές όλων των ηλικιών. Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε από τη Warner Classics το box set «La Divina», με όλες τις σπουδαίες στιγμές – συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων στη Juilliard που ενέπνευσαν το θεατρικό έργο “Master Class” του Terrence McNally (1995). Διατίθενται επίσης συλλεκτικές εκδόσεις βινυλίου σε διάφορα χρώματα.
Ο μουσικολόγος Μισέλ Ρουμπινέ τονίζει: «Η φωνή της ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις· μιλά στο μυαλό, στην καρδιά και στα βάθη κάθε ακροατή». Με μοναδικό τρόπο ενώνει λόγο και νότα, αναδεικνύοντας ευαισθησία κι ένα ιδιαίτερο χιούμορ ακόμα κι αν σπάνια τραγούδησε κωμικούς ρόλους – πάντα με μια υποδόρια ειρωνεία.
Το άγγιγμα μιας θρυλικής φωνής – Από την όπερα στην ποπ κουλτούρα
Η υστεροφημία ίσως επισκιάζει τη σκληρότητα των μέσων που κάποτε αντιμετώπισε η Κάλλας, όμως αναδεικνύει παράλληλα τη μοναδικότητά της. Υπάρχει μόνο μία Κάλλας – κι ωστόσο άπειρες εκδοχές μέσα μας: κάθε ακροατής προβάλλει στις ερμηνείες της προσωπικές επιθυμίες ή αγωνίες.
Ο σκηνοθέτης Τομ Βολφ, δημιουργός του ντοκιμαντέρ “Maria by Callas” (2017), περιγράφει πως ανακάλυψε τυχαία τη φωνή της («mad scene» από τη “Λουτσία ντι Λαμερμούρ” του Ντονιτσέτι) στο YouTube ξημερώματα: «Το μόνο που μπορούσα να νιώσω ήταν κάτι απερίγραπτο να με διαπερνά». Παρότι δεν μεγάλωσε με όπερα, ήρθε κοντά στην Κάλλας μέσω pop αναφορών: είτε μέσα από ταινίες όπως το “Philadelphia” (1993) όπου ο Τομ Χανκς μεταφράζει συγκινημένος το “La Mamma Morta”, είτε μέσα από διαφημίσεις αρωμάτων Jean-Paul Gaultier με soundtrack τη θρυλική “Casta Diva” από τη “Norma”. Η μουσική αυτή παραμένει ακαταμάχητα μεταμορφωτική.
Πηγή: BBC
