Τελευταία συζητώ συχνά για την Αθήνα και τον ρομαντισμό της που πρέπει να ξέρεις καλά σε ποιες γωνιές να τον ψάξεις. Η Αθήνα πληγώνει και πληγώνεται, σκοτεινιάζει, βάφεται ολοένα και πιο γκρι, χάνει τις πλατείες και τα πάρκα της αμαχητί και συνηθίζουμε να καθόμαστε στο τελευταίο παγκάκι της και να ξεκινάμε όλες τις προτάσεις μας με τη λέξη κάποτε. Έχουμε γίνει επαγγελματίες στη νοσταλγία και στην επιστροφή στο παρελθόν.

Αυτό το καλοκαίρι, σε μια προσωπική υπόσχεση να τιμήσω τις γωνιές αυτής της πόλης, ελπίζω να παίρνω συχνότερα το λεωφορείο από το Σύνταγμα με προορισμό το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το Πάρκο αυτό είναι ανάσα πρασίνου, ανάσα ξεκούρασης, ανάσα πολιτισμού, είναι η βαθιά ανάσα ανακούφισης που παίρνεις στο τέλος μιας μέρας που κράτησε παραπάνω γιατί οι ώρες στη δουλειά ήταν πιο γεμάτες από το συνηθισμένο.

Την πρώτη φορά που πήγα, λίγες μέρες μετά το άνοιγμά του στο κοινό, ένιωσα να αναπνέω διαφορετικό αέρα, όχι πιο καθαρό, απλώς άλλον και λίγο ξένο μαζί. Στο σήμερα, πηγαίνω όσο πιο συχνά μπορώ για να απολαύσω πέρα από τη βόλτα μου, παραστάσεις, εκθέσεις, ομιλίες και τα βιβλία που δεν προλαβαίνω να αγοράσω. Το Πάρκο είναι ένα σημείο συνάντησης και ανταλλαγής: Συνάντησης ανθρώπων κάθε ηλικίας, ανταλλαγής ιδεών με κοινό παρονομαστή τη δημιουργία. Έχω καταφέρει – και λέω έχω καταφέρει δουλειά και χρημάτων επιτρέποντος – να δω θεατρικές παραστάσεις που με άφησαν αμίλητη στη θέση μου (την παράσταση «Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα», του Άρη Μπινιάρη την παρακολουθήσαμε στην Εναλλακτική Λυρική Σκηνή), παραστάσεις όπερας τόσο πληθωρικές όσο αρμόζει στο είδος, ομιλίες γυναικών που αλλάζουν τον κόσμο και τον φέρνουν επιτέλους στα μέτρα τους (το WOW Festival έχει φιλοξενηθεί 3 χρονιές στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταυρός Νιάρχος), εκθέσεις ζωγραφικής, παρουσιάσεις βιβλίων, ταινίες, συναυλίες… Έχω δει σχεδόν τα πάντα σε αυτόν τον χώρο, έναν χώρο που έχει κάνει σημαία του τον πολιτισμό και τη διάδοσή του.

Αλλά ακόμα κι όταν φτάνω ως εκεί για να κάτσω απλώς στο πράσινο, σκέφτομαι το προνόμιο να μοιράζομαι με άλλους ανθρώπους έναν τέτοιο χώρο. Ένα προνόμιο που έχει για συνώνυμο την τύχη του να απολαμβάνω ανάσες ζωής μέσα σε μια πόλη που έχει βάλει σε δεύτερη μοίρα τη ζωντάνια που απορρέει από τη συνύπαρξη.

Κι αυτό που απολαμβάνω ακόμα περισσότερο είναι οι παιδικές φωνές. Είναι τα παιδιά που τρέχουν και ξαπλώνουν ευχαριστημένα στα γρασίδια. Τα παιδιά στα ποδήλατά τους, που οδηγούν πάνω κάτω με την ανεμελιά να φωτίζεται στα πρόσωπά τους. Είναι τα παιδιά που μεγαλώνουν στην Αθήνα κι έχουν την απάντηση στην αντίληψη-καραμέλα, σε αυτή αυτή την ιδέα ότι τα παιδιά μεγαλώνουν πιο ελεύθερα στην επαρχία.

Η ελευθερία που προσφέρει το Πάρκο, είναι το δικαίωμά μας να συνυπάρχουμε – εμείς που αναπνέουμε μονάχα τσιμέντο και όχι ουρανό – αρμονικά, σαν σε όαση, με τη φύση και τον πολιτισμό σε μια πόλη που ύπουλα εγκαταλείπεται σε μια θεωρία που τη θέλει ασφυκτική και απρόσωπη.

Αυτό το καλοκαίρι που θα είναι ακόμα πιο ζεστό από το προηγούμενο, ας βρούμε τρόπους να αντέχουμε παρέα σε χώρους που προσφέρονται για να ξεχνάμε τη ζέστη και την πραγματικότητα που καθημερινά μας εγκλωβίζει και μας κλέβει τις μετρημένες πια ανάσες ζωής.

Ενημερωθείτε αναλυτικά για όλα τα προγράμματα – από ευεξία μέχρι τέχνη – που προσφέρει το Πάρκο στην επίσημη ιστοσελίδα του και εγγραφείτε στο newsletter για να το επισκέπτεστε συχνότερα.

[mc4wp_form id="278"]