Περπατούσε αργά και περήφανα. Βλοσυρός, ψηλός, εύσωμος, σοφός σε εκείνες τις κουβέντες, στο στέκι της Πανεπιστημίου, ανάμεσα σε σοκολατίνες και νεοφώτιστους καλλιτέχνες. Ο ταυτοτικός ποιητής από τα υψώματα της ορεινής Αρκαδίας. Ο στιχουργός των μεγάλων τραγουδιών. Τραγούδια από τα αποστάγματα του πόθου για μια ζωή πιο κοντά στο δίκαιο, το θάρρος και τα αυτοφυή αισθήματα.
Νίκος Γκάτσος, κάτοικος της οδού Σπετσών 101, μέχρι το 1992. Ο αλησμόνητος συνομιλητής, ο διαμορφωτής ενός οριστικού ήθους κι ενός οριστικού βλέμματος. Σήμερα, 12 Μαΐου, συμπληρώνονται 33 χρόνια από τον θάνατό και 82 από την έκδοση της «Αμοργού», της μοναδικής ποιητικής σύνθεσης που εξέδωσε.
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Όταν το 1930 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή, δεν ήταν ένας συνηθισμένος νέος, που θα άφηνε ανεκμετάλλευτη την ευγενή πνευματικότητα της πρωτεύουσας. Ο Γκάτσος είχε ήδη μελετήσει Παλαμά και Σολωμό, καθώς και το δημοτικό τραγούδι, ενώ παρακολουθούσε με θέρμη και ζήλο τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης. Αμέσως, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ρυθμός». Την ίδια περίοδο, δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά».
Το 1936, γνωρίζει τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη στο πατάρι του Λουμίδη, στο στέκι όλης της αφρόκρεμας. Είναι και οι δύο εικοσιπέντε χρόνων. Μια νιότη που έχει ήδη καθορίσει το περιεχόμενό της. Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Το όνομά του όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ελληνικό τραγούδι. Ό,τι έγραψε και μελοποιήθηκε δύσκολα αφήνει τη μνήμη του ακροατή. Ό,τι φώτισε, πήρε γιγάντιες διαστάσεις. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Η γνωριμία και η συνεργασία του Γκάτσου με τον Χατζιδάκι χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 και αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Για πενήντα σχεδόν χρόνια οι δυο τους υπήρξαν στενοί φίλοι, συνομιλητές, συνεργάτες.
«Την πίκρα έχω μάνα μου, γυναίκα την ανάγκη, στα χώματα που χόρεψαν, Αγαρηνοί και Φράγκοι», «εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες, ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο, τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες, και το καινούριο παν να δουν διυλιστήριο», «θα γυρίσω λυπημένη Παναγιά. Έχε γεια, μην κλαις το μαράζι, μάθε φυλακτό να μην κρεμάς. Να λες Δεν πειράζει, θα ρθει η άσπρη μέρα και για μας”, «Πρωτομαγιά, με το σουγιά χαράξαν το φεγγίτη, και μια βραδιά, σαν τα θεριά, σε πήραν απ’ το σπίτι», «Θε μου, σαν πόσες αμαρτίες του ανθρώπου η μοίρα σου χρωστά. Ολοι τραβούν στην αγορά κι οι ρήτορες απ’το μπαλκόνι ποτίζουν τις ψυχές μ’αφιόνι και κόβουν χέρια και φτερά», «Αύριο πάλι, αύριο πάλι θαρθω να σου πω, κρίμα που δε με πιστεύεις, κρίμα που δεν ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ».
Ο Νίκος Γκάτσος είτε εξαντλούσε την αγάπη και τον έρωτα με ένα «πάλι» δίπλα στο «αύριο» είτε περιείχε την αιμάτινη Πρωτομαγιά με ουσιαστικά βίας και αγώνα, δεν ξέφευγε από τα όρια της ολοκληρωμένης ποίησης. Είναι, ναι, δικαίως, κομμάτι της ζωής που ζούμε τώρα, αλλά «και αντικατάσταση δεν έγινε καμία». Πάντως, ο ήλιος πάνω από τους καθιερωμένους δρόμους παραμένει ο ίδιος. Όπως παραμένει ίδια και η ανάγκη του χορτάτου ποιητή να εκφράζει τα αισθήματα όλων των εποχών.
