Την εποχή που γνώρισα τον Γιάννη Μόραλη, εκείνος ήταν νέος κι εγώ πολύ νέος. Εγώ ανακάλυπτα τον κόσμο κι εκείνος άρχιζε να τον περιέχει μέσα στη σιωπηλή του τέχνη. Ο Μόραλης ήταν αποκαλυπτικός ως προς το περιεχόμενο του έργου μου, έτσι που κι εγώ ο ίδιος να το ανακαλύπτω μέσ’ από τη ζωγραφική του (για μένα ο δίσκος ήταν πάντα μια παράσταση, μια τελετουργία και το εξώφυλλο, το σκηνικό της).
Ο Μόραλης είναι ένας τελευταίος ευπατρίδης της αληθινής ζωγραφικής. Και φίλος μου. Όταν συνοφρυώνεται, σκέφτομαι, όταν χαμογελάει, δυναμώνω. Κι ας είναι όλη η Ελλάδα εναντίον μου. Ο Μόραλης, όπως κι ο Γκάτσος, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης και μερικοί άλλοι συνθέσανε τον πολιτισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας για να τον καταστρέψουν σαν κοράκια οι πολιτικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μεσά στη μοίρα μας κι αυτό.
Μ.Χ. 1988. Μια διαδρομή στο χρώμα του κεραμιδιού (αποσπάσματα, από τον Καθρέφτη και το μαχαίρι)
Ο Γιάννης Μόραλης (Άρτα, 23 Απριλίου 1916 – Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2009) υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Η εκλογή του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το διδακτικό του έργο εκεί για 35 συνεχή χρόνια (από τον Φεβρουάριο του 1948 έως τον Αύγουστο του 1983 συγκεκριμένα) αποδείχτηκε οπωσδήποτε αποφασιστικής σημασίας σε σχέση με μια σειρά από επιλογές και κατευθύνσεις της εικαστικής παραγωγής στην Ελλάδα τα χρόνια που ακολούθησαν.
