Κάποιες φορές, η ιστορία είναι πεισματάρα σαν έφηβος. Επιμένει να γράφεται με αόρατο μελάνι και μόνο όταν το θελήσει, όταν κανείς δεν κοιτάζει, αφήνει τα γράμματα να εμφανιστούν, όπως εκείνα τα βιβλία κατασκόπων που μας μάγευαν παιδιά.
Αυτό το απόγευμα της Τρίτης, στη Νέα Υόρκη, η ιστορία είχε 34 χρόνια, ένα εύκολο χαμόγελο, μητέρα σκηνοθέτιδα και πατέρα μαρξιστή. Ο Ζοράν Μαμντάνι εμφανίστηκε στις δημοκρατικές προκριματικές ως απόλυτα άγνωστος και κατέληξε να νικήσει τον Άντριου Κουόμο με 50,4% έναντι 41,6% του πρώην κυβερνήτη. Αλλά οι αριθμοί, όπως ξέρουμε, δεν αφηγούνται ιστορίες.
Αυτό που οι αριθμοί δεν λένε είναι πως η υπεύθυνη επικοινωνίας του Μαμντάνι έχει μόλις 27 χρόνια, δεν είχε διευθύνει ποτέ ξανά καμπάνια, κι όμως σχεδίασε την καλύτερη πολιτική εκστρατεία των τελευταίων ετών στην πόλη. Δεν λένε επίσης ότι περισσότεροι από 50.000 εθελοντές μετέτρεψαν τα viral βίντεο σε πραγματικές συζητήσεις στις εισόδους της Νέας Υόρκης.
Οι νέοι τον βλέπουν σαν αντίδοτο. Σε τι ακριβώς, ίσως ακόμη δεν ξέρουν. Ίσως στον κυνισμό. Ίσως στην αίσθηση ότι η ψήφος τους μοιάζει με πέτρα σε βαθύ πηγάδι όπου ποτέ δεν ακούς το νερό. Η Lea Ash, 24 ετών, λέει πως ο Μαμντάνι “ήταν το μοναδικό φωτεινό σημείο” για εκείνη φέτος. Η απελπισία κρύβεται σε αυτό το “μοναδικό”. Μια ολόκληρη γενιά κρατιέται από ένα φως.
Στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όπου διδάσκω αυτή την περίοδο, όλοι μιλούν για εκείνον. Με ενθουσιασμό και ελπίδα.
Το παλιό πολιτικό κατεστημένο και οι αντιδράσεις
Και ύστερα υπάρχει ο Κουόμο. Ο Άντριου Κουόμο, ο νταής της αυλής που έγινε κυβερνήτης. Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος τον αποκάλεσε “ατιμασμένο κυβερνήτη”, θυμίζοντας την παραίτησή του λόγω καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση. Αλλά ο Κουόμο είναι από αυτούς που δεν φεύγουν ποτέ – κολλάνε στην πολιτική όπως τσίχλα στη σόλα του παπουτσιού.
Ο Ντόναλντ Τραμπ στήριξε τον Κουόμο απέναντι στον Μαμντάνι, χαρακτηρίζοντάς τον “κακό δημοκράτη”, αλλά καλύτερο από έναν “κομμουνιστή”. Ζούμε εποχές όπου ένας πρώην πρόεδρος σε λέει κακό δημοκράτη και το θεωρείς κομπλιμέντο.
Και ο Curtis Sliwa, Ρεπουμπλικανός υποψήφιος. Ο Τραμπ τον χαρακτήρισε “όχι ακριβώς πρώτης γραμμής”. Ακόμη κι ο διευθυντής του στο ραδιόφωνο τού ζήτησε να αποσυρθεί. Μηδέν χάρισμα, δεκατέσσερις γάτες και ένα κόκκινο μπερέ. Μερικές φορές νομίζεις ότι οι Ρεπουμπλικάνοι της Νέας Υόρκης μοιάζουν με αφίσες “καταζητείται” της Άγριας Δύσης: ξέρεις πως υπάρχουν, αλλά σπάνια τους συναντάς πραγματικά.
Φόβοι, ταυτότητα και το νέο κεφάλαιο
Και μετά υπάρχουν οι φόβοι. Οι φόβοι πάντα υπάρχουν. Ο Μαμντάνι βρίσκεται ήδη τρία χρόνια στη Πολιτειακή Συνέλευση. Θα είναι ο νεότερος δήμαρχος της Νέας Υόρκης εδώ και πάνω από έναν αιώνα.
Η μητέρα του είναι η Mira Nair, σκηνοθέτις του “Mississippi Massala”. Ο πατέρας του, Mahmood Mamdani, μαρξιστής πανεπιστημιακός στην Columbia που μελετά τον αποικιοκρατισμό και μετα-αποικιοκρατισμό. Του έδωσαν ως δεύτερο όνομα το Kwame προς τιμήν του Kwame Nkrumah, ηγέτη που θαύμαζαν οι Σοβιετικοί – μπορείτε να φανταστείτε τους συντηρητικούς τίτλους των εφημερίδων.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμη. Κάτι που κανείς δεν περίμενε στην πόλη του “God Bless America” κεντημένου σε κάθε μπέιζμπολ καπέλο. Ο Μαμντάνι θα είναι ο πρώτος μουσουλμάνος δήμαρχος της Νέας Υόρκης. Ήδη αρκετοί αρθρογράφοι σχολιάζουν πως περνάμε από το “God Bless America” στο “Allah Bless America”. Δεν πρόκειται μόνο για αλλαγή δημάρχου – είναι μια χώρα που κοιτάζεται στον καθρέφτη και δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον εαυτό της.
Η ψήφος ως πράξη αντίστασης
Τρεις στους δέκα ψηφοφόρους στη Νέα Υόρκη δηλώνουν πως ψήφισαν για να αντιταχθούν στον Τραμπ. Η ψήφος στον Μαμντάνι έγινε πράξη αντίστασης – όχι απλά ενάντια στη βαρεμάρα ή τη διαφθορά (ο σημερινός δήμαρχος Eric Adams κατηγορείται για αυτή), αλλά απέναντι σε κάτι μεγαλύτερο και πιο σκοτεινό που όλοι σκέφτονται αλλά λίγοι λένε: φασισμός. Φασισμός με καπέλο MAGA και λογαριασμό στο Truth Social.
Πώς θα αντιδράσει ο Τραμπ; Ήδη απείλησε να κόψει ομοσπονδιακή χρηματοδότηση αν εκλεγεί ο Μαμντάνι. Ο Τραμπ από το Queens, που μεγάλωσε σε αυτούς τους δρόμους, συμπεριφέρεται λες και η Νέα Υόρκη είναι εχθρικό κράτος. Η ειρωνεία πονά τόσο που σχεδόν προκαλεί γέλιο.
Η μεγάλη στιγμή και το αύριο μιας πόλης
Στις 4 Νοεμβρίου στις 5 μ.μ., τέσσερις ώρες πριν κλείσουν οι κάλπες, η πόλη κρατούσε την ανάσα της. Είχαν ήδη ψηφίσει πάνω από 675.000 εγγεγραμμένοι Δημοκρατικοί σε πρόωρη ψηφοφορία. Κάπου στο Queens, ο Μαμντάνι ήταν με τη σύζυγό του Rama Duwaji, την οποία γνώρισε μέσω εφαρμογής γνωριμιών· στο Μανχάταν ο Κουόμο υπολόγιζε τα δεδομένα· ο Sliwa ήταν με τις γάτες του.
Και η ιστορία, πεισματάρα όπως πάντα, συνέχιζε να γράφεται με αόρατο μελάνι.
Μερικές φορές, όταν όλα μοιάζουν χαμένα – όταν ο κυνισμός κυριαρχεί στις γωνίες κι οι “τέρατα” φαίνονται να κερδίζουν κάθε μάχη – εμφανίζεται ένας 34χρονος που μιλά για δωρεάν λεωφορεία και πάγωμα ενοικίων κι οι νέοι λένε: «Κι αν…;» Με αυτό το «κι αν…;» έχουν κερδηθεί οι μεγαλύτερες επαναστάσεις.
*Isabel Coixet
Πηγή: El País
