Κι αν με ρωτάς, δεν ξέρω αν ισχύει ή αν το οφείλω στη φαντασία μου: στις φωτογραφίες, άρα ίσως και στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα φως. Και υπήρχε και στα πρόσωπα το ίδιο φως.
[mc4wp_form id="278"]
Κι αν με ρωτάς, δεν ξέρω αν ισχύει ή αν το οφείλω στη φαντασία μου: στις φωτογραφίες, άρα ίσως και στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα φως. Και υπήρχε και στα πρόσωπα το ίδιο φως.
Σχεδόν οτιδήποτε αγαπώ στην τέχνη, μιλάει για δράματα. Δράματα χωρίς κλάματα. Χωρίς απαισιοδοξία. Με ένα ευδιάκριτο φως μόνο που με οδηγεί παρακάτω. Εκεί που δεν είναι όλα τέλεια, αλλά αποκτούν ένα νόημα.
Είναι προσωπικό το τι κάνει τον καθένα και καθεμία να ανατριχιάζει. Αναρωτιόμουν, πρόσφατα, όσο παρακολουθούσα το EuroBasket, τι είναι αυτό που με κάνει να υποστηρίζω την εθνική Ελλάδας; Τι είναι αυτό που ενώνει εμένα κι έναν τυχαίο παππού δίπλα μου, σ’ ένα καφενείο του Βύρωνα, να πανηγυρίζουμε έξαλλα ένα κάρφωμα του Γιάννη Αντετοκούμπο; Μήπως εδώ λειτουργεί το εθνικό αφήγημα; Δεν είναι τόσο απλό.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, πέθανε ο Νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης. Πριν λίγα χρόνια, ήταν καλοκαίρι, βρέθηκα στο σπίτι του, στο Παγκράτι.
Ένα λάμα, μια κουκουβάγια, ένας πιγκουίνος, δύο γαϊδουράκια κι ένας ιππόκαμπος ήταν οι «μαθητές» της Πρώτης Δημοτικού. Η δασκάλα, μια καφέ αρκούδα. Τα δύο εφτάχρονα παιδιά, φίλες καρδιακές, διανέμουν τους ρόλους. Στον ιππόκαμπο, προσθέτουν ένα ψεύδισμα, το λάμα είναι κάπως συναχωμένο, ο πιγκουίνος είναι ντροπαλός. Η δασκάλα- αρκούδα λατρεύει τη…
Ξέρω από τώρα πως όταν το ξαναδώ θα με αναγνωρίσει αμέσως. Θα θυμηθεί το «σύνθημα» με το αμύγδαλο και θα μου πει ότι «εκείνο το βράδυ, στις 27 Αυγούστου, που κάθε μικρό βήμα του γινόταν με τόσο κόπο, κοίταξε ψηλά, είδε το φως της οθόνης του κινητού μου, μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και νιαούρισε εύγλωττα και παρατεταμένα.
Κι από τότε ξεκίνησε η πορεία προς τη ζωή.
Η ζωή μιλά για γεγονότα, για συγκρούσεις, για λάθη και για θριάμβους που δεν προβλέφθηκαν ποτέ. Αυτό μας μένει από δω και πάνω. Μας μένει η ζωή.
Στο βουνό της ποιητικής Θήβας, τον Κιθαιρώνα, πριν 100 σχεδόν χρόνια, γεννήθηκε η Έλλη Λούκου. Απρίλη μήνα, μαζί με μαστιχάκια και βιολέτες.
Οι δρόμοι ήταν και θα είναι για πάντα εδώ. Ανοίχτηκαν για να ενώνουν ερήμους, χωριά, βουνά και θάλασσες. Πάνω τους εξακολουθεί να γράφεται η ιστορία. Έχουν μνήμη. Κουβαλούν τις χαρές και τις λύπες, τα γέλια και τα κλάματα, τις πρώτες και τις τελευταίες στιγμές, τις επιστροφές και τους αποχωρισμούς.
Δε θα το πίστευα, αν δεν το έβλεπα. Ο Πάμπλο, ένα καθαρόαιμο λυκόσκυλο, ζει, εδώ και πέντε χρόνια, στο σπίτι με τις πορτοκαλιές.
[mc4wp_form id="278"]