Η Νταϊάν Κίτον, η διάσημη Αμερικανίδα ηθοποιός που γεννήθηκε στο Λος Άντζελες το 1946, πέθανε σε ηλικία 79 ετών. Την είδηση ανακοίνωσε εκπρόσωπος της οικογένειας, ζητώντας διακριτικότητα και σεβασμό για τους οικείους της, το απόγευμα του Σαββάτου στο περιοδικό People.
Η Κίτον έγινε γνωστή παγκοσμίως με τον ρόλο της στην ταινία «Ο Νονός», ενώ κατέκτησε Όσκαρ για την ερμηνεία της στο “Annie Hall”, που έγραψε ο Γούντι Άλεν εμπνευσμένος από την ίδια. Επίσης τιμήθηκε με δύο Χρυσές Σφαίρες και ένα BAFTA, ενώ ξεχώρισε σε ταινίες, όπως τα “Reds”, «Όταν λιγότερο το περιμένεις…», «Το δωμάτιο του Μάρβιν», «Ο πατέρας της νύφης» και «Το κλαμπ των πρώτων συζύγων».
Η Νταϊάν Κίτον άλλαξε τον τρόπο που παρουσιαζόταν η γυναίκα στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Από τα πρώτα της βήματα απέρριψε τα πριγκιπικά στιλ και προτίμησε παντελόνια, καπέλα bowler, γιλέκα και γραβάτες. Δηλώνοντας λίγο «τρελή» και κατά της πλαστικής χειρουργικής, δημιούργησε ένα προσωπικό στιλ που εξέφραζε μια διαφορετική αντίληψη για τη ζωή και την τέχνη. Στάθηκε σταθερά δίπλα στον Γούντι Άλεν και επέλεξε ασυνήθιστες ταινίες, αποφεύγοντας την εύκολη διασημότητα.
Από το Μπρόντγουεϊ στην κορυφή του Χόλιγουντ
Η Κίτον ξεκίνησε την κινηματογραφική της πορεία τη δεκαετία του ’70, με πρώτο σημαντικό ρόλο ως Κέι Άνταμς στον «Νονό». Κόρη πολιτικού μηχανικού και μιας νοικοκυράς με καλλιτεχνικές ανησυχίες, γεννήθηκε ως Diane Hall, αλλά πήρε το επώνυμο Keaton από τη μητέρα της όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει υποκριτική.
Η καριέρα της άρχισε στο Μπρόντγουεϊ, στην πρωτότυπη παραγωγή του μιούζικαλ Hair το 1968. Από τις πρόβες ακόμη, ο σκηνοθέτης της ζήτησε να χάσει βάρος, κάτι που την οδήγησε στη βουλιμία. Όπως ανέφερε αργότερα, αυτός ήταν ο λόγος που δεν ευχαριστήθηκε την εμπειρία στο Μπρόντγουεϊ. Το 1969 απέσπασε υποψηφιότητα για τα βραβεία Tony για τη δουλειά της στην κωμωδία “Play It Again, Sam” του Γούντι Άλεν.
Παρότι στην πρώτη οντισιόν απορρίφθηκε επειδή ήταν πιο ψηλή (1,69 μ.) από τον Άλεν, τελικά πήρε τον ρόλο. Όπως έγραψε ο ίδιος: «Υπάρχουν άνθρωποι που φωτίζουν ένα δωμάτιο· αυτή φωτίζει έναν ολόκληρο δρόμο». Στα απομνημονεύματά της η Κίτον σημείωσε: «Ο Γούντι συνήθισε εμένα· του άρεσαν οι νευρωτικές γυναίκες».
Η εκτόξευση με τον «Νονό» και οι μεγάλες συνεργασίες
Μετά τη θεατρική επιτυχία πέρασε γρήγορα στον κινηματογράφο με το «Lovers and Other Strangers» (1970), συμπρωταγωνιστώντας με τη Bea Arthur. Έτσι ήρθε ο ρόλος της Κέι στον «Νονό», όπου έγινε η σύντροφος και αργότερα σύζυγος του Μάικλ Κορλεόνε. Όπως είχε δηλώσει η ίδια στο People το 2022: «Με επέλεξαν γιατί ήμουν λίγο εκκεντρική. Δεν είχα διαβάσει καν το βιβλίο πριν υπογράψω». Αναγκάστηκε να περάσει πολλές δοκιμασίες επειδή οι παραγωγοί θεωρούσαν πως ήταν πιο ψηλή από τον Αλ Πατσίνο, αν και είχαν σχεδόν ίδιο ύψος.
Η σχέση της με τον Αλ Πατσίνο ήταν διακεκομμένη για σχεδόν δύο δεκαετίες. Όπως γράφει στα απομνημονεύματά της: «Ο Αλ ποτέ δεν ήταν δικός μου. Πέρασα είκοσι χρόνια χάνοντας έναν άντρα που ποτέ δεν είχα». Για τις δύο πρώτες ταινίες του «Νονού» έλεγε ότι βασίστηκε στις εμπειρίες των γυρισμάτων ως μία από τις λίγες γυναίκες σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Το βλέμμα της Κέι στο φινάλε του πρώτου φιλμ αντικατοπτρίζει τη συντριβή του κοινού όταν κλείνει η πόρτα πίσω από τον Μάικλ – τη στιγμή που εκείνος μετατρέπεται στον νέο αρχηγό της οικογένειας Κορλεόνε.
Μια καριέρα γεμάτη εμβληματικούς ρόλους
Η προσωπική και επαγγελματική σχέση με τον Γούντι Άλεν αποτυπώθηκε σε ταινίες όπως «Ο Υπναράς» (1973), «Η τελευταία νύχτα του Μπόρις Γκρουσένκο» (1975), “Annie Hall” (1977), «Μανχάταν» (1980) και «Ραδιομέρες» (1987). Όταν ο γάμος του Άλεν με τη Μία Φάροου διαλύθηκε, κάλεσε αμέσως την παλιά φίλη του Κίτον να αντικαταστήσει τη Φάροου στη «Μυστηριώδη δολοφονία στο Μανχάταν» (1993).
Παρά τις επιτυχίες της, μέχρι τα μέσα των ’70s αμφέβαλλε για την αξία της ως ηθοποιού – συχνά έλεγε στα γυρίσματα: «Δεν είμαι η Μέριλ Στριπ». Όμως ήταν μοναδική ως Diane Keaton.
Με τον Γουόρεν Μπίτι, συνδύασε επίσης προσωπική και επαγγελματική σχέση στο φιλμ “Reds” (1981). Είχε αρνηθεί προηγουμένως να παίξει μαζί του στο “Heaven Can Wait” (1978), προτιμώντας το “Looking for Mr. Goodbar” (1977). Όμως δέχτηκε να ενσαρκώσει την Louise Bryant στη Ρωσία των επαναστάσεων.
«Όταν λιγότερο το περιμένεις..» και αναγέννηση στη νέα χιλιετία
Στη δεκαετία του ’80 επέλεξε επιλεκτικά τους ρόλους της – εμφανίστηκε μεταξύ άλλων στη δραματική ταινία κατασκοπείας «The Little Drummer Girl», όπου μια Αμερικανίδα ηθοποιός εκπαιδεύεται από την ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών για να παγιδεύσει Παλαιστίνιο τρομοκράτη. Στην κωμωδία “Baby Boom”, ξεκίνησε μια μακροχρόνια συνεργασία με τη σεναριογράφο Nancy Meyers.
Με τη Μέγιερς συνδέθηκε ξανά στις κωμωδίες-επιτυχίες «Ο πατέρας της νύφης» και κυρίως στο «Όταν λιγότερο το περιμένεις…» (2003). Εκεί ενσάρκωσε μια συγγραφέα που βρίσκεται ανάμεσα στους Τζακ Νίκολσον και Κιάνου Ριβς – αποδεικνύοντας ότι διαθέτει sex appeal και κωμικό ταλέντο ακόμη και στα 55 της χρόνια.
Την ίδια περίοδο συμμετείχε σε ταινίες όπως το «Κλαμπ των πρώτων συζύγων», το συγκινητικό δράμα «Το δωμάτιο του Μάρβιν», αλλά και στη σκηνοθεσία (“Hanging Up”) με σενάριο των αδελφών Έφρον. Παράλληλα ασχολήθηκε με ανακαινίσεις σπιτιών.
Μετά το «Όταν λιγότερο το περιμένεις…» η καριέρα της γνώρισε νέα άνθηση με ταινίες όπως “The Family Stone”, “Because I Said So”, “Mad Money”, “And So It Goes”, “5 Flights Up”, “Love the Coopers”, αλλά και στη σειρά “Book Club”. Ξεχώρισε επίσης στη σειρά “The Young Pope” του Paolo Sorrentino.
«Ποτέ δεν παντρεύτηκα» – Προσωπική ζωή & παρακαταθήκη
Η Νταϊάν Κίτον δεν παντρεύτηκε ποτέ. Υιοθέτησε δύο παιδιά: τη Dexter το 1996 και τον Duke το 2001. Φανατική φωτογράφος, τα τελευταία χρόνια ετοίμαζε νέα κινηματογραφικά πρότζεκτ, όμως πρόσφατα η υγεία της επιδεινώθηκε απότομα.
Με τον θάνατό της χάνει ο κόσμος μία σπουδαία ηθοποιό κι ένα μεγάλο σύμβολο του φεμινισμού – παρόλο που εκείνη ποτέ δεν ήθελε να γίνει σύμβολο κανενός κινήματος. Ακόμα κι έτσι, παρέμεινε μοναδική μέχρι τέλους – διαφορετική απ’ όλες τις άλλες παρά τους χιλιάδες θαυμαστές της στο Instagram.
Πηγή: El País
