Το νησί της Χίου είναι τυλιγμένο στις φλόγες εδώ και τρεις μέρες. Με σταθερό εχθρό τον αέρα, η μάχη είναι άνιση, οι αναζωπυρώσεις συνεχείς, τα κουράγια ήδη ελάχιστα. Η φωτιά έχει ισοπεδώσει στο πέρασμά της χιλιάδες στρέμματα ζωντανού δάσους, περιουσίες ανθρώπων, αθώα ζώα – κι επιμένει. Από την Κυριακή το μεσημέρι έχουν εκκενωθεί 17 οικισμοί. Στο πεδίο υπάρχουν και αγωνίζονται 444 πυροσβέστες, υποστηριζόμενοι από 21 ομάδες δασοκομάντο (ΕΜΟΔΕ), 85 οχήματα και 30 εθελοντές με 4 εθελοντικά οχήματα.
Η ομάδα του Βασίλη Σφακιανόπουλου, ιδρυτή της πάντα παρούσας ομάδας Save your hood, ξεκινά σήμερα για το νησί. Ο ίδιος, μοιράστηκε στο προσωπικό του προφίλ στο Facebook μια φωτογραφία του μακρινού 2012, όταν το νησί αντιμετώπιζε και υπέμενε τις φλόγες ξανά – ο εχθρός είναι γνώριμος από τότε – σκέψεις, απελπισία, αλλά και ελπίδα, απαραίτητη συμβολή στο τέλος του πύρινου εφιάλτη.
«Χίος 2012 – Χίος 2025. Μια φωτογραφία. Ένα μόνο κλικ που φυλάκισε μια και μόνο στιγμή από την κόλαση της Χίου, το μακρινό 2012.
Τότε που η μοίρα με ήθελε φαντάρο, πάνω σε αυτό το χώμα που το κατάτρωγε η φωτιά. Τότε που το στρατόπεδο σήκωσε έναν αόρατο πόλεμο και εμείς, με τα άδεια από εμπειρία χέρια, κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ένα θεριό που είχε ήδη καταπιεί χιλιάδες στρέμματα.
Μέσα στο χάος, μου δόθηκε η ευθύνη. Ένα τσούρμο από άγνωστα πρόσωπα, φαντάροι από άλλες μονάδες, κάτω από τις οδηγίες μου. Θυμάμαι ακόμα, σαν μια πικρή γεύση, εκείνη τη φευγαλέα, πλανεμένη περηφάνια που ένιωσα. Μια αναγνώριση που γρήγορα θα γινόταν στάχτη.
Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν η ίδια η παράνοια ντυμένη με φλόγες. Το τέρας δεν ήταν ένα. Γεννούσε συνεχώς νέα μέτωπα, ξεφύτρωνε σε απρόσμενα σημεία, ανατρέποντας κάθε μας σχέδιο, κάθε μας βήμα. Οι διαταγές έρχονταν αντιφατικές, η μία ακύρωνε την άλλη μέσα στον ασύρματο, δημιουργώντας ένα οργανωτικό χάος που, σμίγοντας με την απειρία μας, γινόταν ένας συνδυασμός πιο εκρηκτικός και από την ίδια τη φωτιά.
Με πλημμύρισε η οργή. Μια καθαρή, καυτή οργή. Οργή για τα αόρατα χέρια που έσπειραν αυτόν τον όλεθρο. Οργή για την κραυγαλέα έλλειψη οργάνωσης που μας άφηνε εκτεθειμένους. Οργή για την παντελή απουσία εκπαίδευσης των συμμάχων μου, που κοιτούσαν τις φλόγες με το ίδιο δέος και την ίδια άγνοια με εμένα. Μα πάνω απ’ όλα, οργή για τη συλλογική μας αδυναμία να σταματήσουμε αυτό το θεριό που μας κύκλωνε, που μας έπνιγε, που χόρευε πάνω στις στάχτες των ελπίδων μας.
Τέσσερις μέρες μετά, σιωπή. Το μέτωπο, εξαντλημένο πια, είχε αφήσει πίσω του μόνο το μαύρο. Λίγο αργότερα, ήρθε η ψυχρή επιβεβαίωση. Συστηματικοί εμπρησμοί. Ένα έγκλημα με δράστες-φαντάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ.
Κοιτάζω το σήμερα και νιώθω το παρελθόν να αναπνέει στον σβέρκο μου. Το σκηνικό, στοιχειωτικά ίδιο, μα ο ρόλος μου έχει αλλάξει. Δεν είμαι πια μέρος της μάχης, μα σιωπηλός δέκτης των ειδήσεων. Ισχυρές ενδείξεις εμπρησμού, πολλαπλές εστίες να ξεπηδούν σαν κακοήθεις όγκοι μακριά από τα ενεργά μέτωπα, η ΔΑΕΕ να σπεύδει στο νησί. Η ίδια παράσταση, ο ίδιος αόρατος εχθρός, η ίδια οργή. Μόνο που τώρα τη βιώνω από την άλλη πλευρά της οθόνης, γνωρίζοντας πως το θεριό δεν πέθανε ποτέ. Απλώς, περίμενε.
Και η ερώτηση επιστρέφει, δεκατρία χρόνια μετά, ίδια κι απαράλλαχτη. Γιατί; Θα μπορούσε το χέρι που βάζει τη φωτιά να είναι το ίδιο; Πώς χωράει σε μια ανθρώπινη ψυχή τόση ευκολία στο να κάνει τα πάντα στάχτη, χωρίς να λογαριάζει στρέμματα, κόπους, ζωές; Και γιατί, ενώ κύλησαν δεκατρία χρόνια, το τέλος του έργου μοιάζει να μην έχει αλλάξει;
Κι όμως, κάτι άλλαξε. Εγώ άλλαξα. Εκείνες οι ημέρες μέσα στον καπνό και την απόγνωση, έσωσα την πρώτη μου ζωή απο τη φωτιά. Ήταν η μόνη μου ηλιαχτίδα σε όλο αυτό το σκοτάδι.
Κατάλαβα οτι ίσως όλο αυτό που πέρασα να είχε ένα νόημα.
Σήμερα, δεκατρία χρόνια μετά, δεν επιστρέφω εγώ στο νησί. Ούτε ο ανίδεος φαντάρος, ούτε καν ο ώριμος Βασίλης. Επιστρέφει η κληρονομιά εκείνης της φωτιάς και το μάθημα μου. Στο νησί μεταβαίνει η στελεχωμένη, εκπαιδευμένη μου ομάδα. Αυτοί που θα ψάξουν κάτω από τα αποκαΐδια με τη γνώση και τον συντονισμό που εγώ δεν είχα. Αυτοί που θα σώσουν, καλύτερα και από εμένα, οτιδήποτε αντιστέκεται ακόμα στον θάνατο.
Να βρουν την ελπίδα και να μας την φέρουν πίσω.»
Φωτογραφία: Βασίλης Σφακιανόπουλος
