Η ομορφιά της ήταν η καλοσύνη της. Το ταλέντο της αποσαφήνισε την εφηβεία της, όταν δεκαεφτάχρονο κορίτσι δημοσίευσε το ποίημα «Μοναξιά», μετά από παρότρυνση του νονού της, Νίκου Καζαντζάκη.

Η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ πέθανε σαν σήμερα, το 2020, στα 81 της. Διαυγής μέχρι το τέλος, σε ένα κουρασμένο σώμα, που δεν παραιτήθηκε ποτέ. Να την τοποθετούσες στους ηλικιωμένους; Δεν σε άφηνε. Μια κορδέλα στα μαλλιά και παντού χρώματα. Πολλά χρώματα. Να την έβαζες με τους διανοούμενους μαζί; Μπα. Στην έπαρση και την δυσκινησία, στα κλισέ κατάστιχα και τα πυρά, η Ρουκ δεν υπήρχε. Το είχε σκάσει από μικρή. Από τότε που ο Καζαντζάκης έστελνε γράμμα στον Γιάννη Γουδέλη, τον διευθυντή της «Καινούριας εποχής», γράφοντας: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!».

Η ποίηση και τα γραπτά της. Αυτά την ενδιέφεραν. Κι όσα σύστηναν ένα επαρκές περιβάλλον για να εκφραστεί και να αγαπήσει. Να στρέφει την σφραγίδα της στο μέλλον και να μιλάει για τα απλά κα τα καθημερινά. Να αγκιστρωθεί στα νιάτα για να την περιέχουν για πάντα. Να νοσταλγεί τον έρωτα. «Ένα ωραίο ποίημα δεν μπορεί να βγει παρά από έναν ωραίο έρωτα. Κι όταν λέμε «ωραίο έρωτα» δεν εννοούμε ωραία λουλούδια, «σ’ αγαπώ» και ρομαντικά δείπνα. Αλλά για έναν έρωτα που σου δείχνει μία άλλη διάσταση ζωής, μία άλλη διάσταση στο πού βλέπεις τον εαυτό σου. Ένας ωραίος έρωτας είναι πλούτος».

Τον Μάρτιο του 2019, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, είχα επικοινωνήσει μαζί της. Έψαξα για το τηλέφωνό της στον κατάλογο -παραδοσιακά- πληκτρολογώντας το όνομά της. Χτύπησε ελάχιστες φορές. Το σήκωσε η ίδια. Δεν ανέβαλλε, δεν είπε «πάρτε κάποια άλλη στιγμή». «Μιας και με καλέσατε, μη σας ταλαιπωρώ, ρωτήστε με ό,τι θέλετε».

Ξεκινώντας με την ωραία φράση: «Στην ποίηση, έχω δώσει μια ζωή και το ίδιο έχει κάνει κι αυτή σε μένα», μού είχε πει τα εξής: «Γράφω από πολύ μικρή. Το πρώτο μου ποίημα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Καινούρια εποχή», στα δεκαεφτά μου. Ανήκω στη γενιά του ’60. Τότε που η ελληνική ποίηση άρχισε να αναπλάθεται. Ως τότε, οι άνθρωποι του εξωτερικού δε μας είχαν πάρει και πολύ στα σοβαρά. Μας είχαν στον νου τους ως τους κληρονόμους του Όμηρου. Τότε όμως, δικαίως, άρχισε να καταλύεται αυτή η αρχαιολογική εικόνα και να αναδύεται η ελληνική ποίηση. Σήμερα, είμαι λίγο επιφυλακτική αν και δεν παύω ποτέ να είμαι αισιόδοξη. Πιστεύω πως ο μέγας εχθρός της ποίησης είναι η τεχνολογία. Με πιάνει απελπισία, όταν βλέπω ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, να διαλέγονται μέσω κινητών». Η βραχνή φωνή της είχε το σχήμα των λέξεών της: «Κάτι χειρότερο από γερατειά, η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα».

Ο θάνατος τότε δεν υπήρχε όμως πουθενά. Ούτε καν ως αίσθηση. Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ γεννήθηκε στα Εξάρχεια, τον Φεβρουάριο του 1939. Το 1962, τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης. Το 1985, τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 2000, τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών). Το 2014, βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.

Και δεν έχει καμία σχέση με την απουσία. Όπως κάθε άνθρωπος που έζησε με ευγνωμοσύνη.


Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή

Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο

Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται

Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή

*Υπενθυμίσεις του έρωτα (2011)

[mc4wp_form id="278"]